- ὁρμοῦσαν
- ὁρμάωset in motionpres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)ὁρμέωto be mooredpres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Feiá — Φειᾷ Feiá Poblado de la Antigua Grecia Datos generales Ubicación … Wikipedia Español
κούρσωρ — κούρσωρ, ορος, ὁ (ΑM) (πάπ. και επιγρ.) μέλος στρατιωτικού σχηματισμού τοξοτών ιππέων που ήταν τοποθετημένοι στα δύο άκρα τής πρώτης γραμμής τής μάχης και ορμούσαν για να καταδιώξουν τους εχθρούς κατά την υποχώρησή τους μσν. δρομέας, ταχυδρόμος,… … Dictionary of Greek
πρόκροσσος — ον, Α συν. στον πληθ. πρόκροσσοι, αι, α, και πρόκροσσοι, α 1. (ιδίως για πλοία) αυτοί που είναι παρατεταγμένοι κατά κανονικά διαστήματα, σε σειρές (α. «πρόκροσσαι ἐς πόντον ἐπί ὀκτώ» παρατεταγμένα [τα πλοία] με τις πρώρες προς το πέλαγος σε βάθος … Dictionary of Greek
κύμα — το, ατος 1. φούσκωμα της επιφάνειας της θάλασσας που προκαλείται από τον άνεμο, εξόγκωμα. 2. ό,τι μοιάζει με κύμα: Οι εχθροί ορμούσαν κατά κύματα. 3. στη φυσική, παλμική κίνηση που μεταδίδεται από μόριο σε μόριο: Αυτά λέγονται ηχητικά κύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)